- διαπλέοντας
- διαπλέωsail throughpres part act masc acc pl (epic doric ionic aeolic)διαπλέωsail throughpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AMPHITRITE — Nerei, vel Oceani, et Doridis filia, Neptuni uxor, cuius nuptias cum a principio fugeret, virginiratem servare cupiens, misit ad eam Neptunus Delphinum, qui per varia loca quaesitam tandem ad radices montis Atlantis invenit, et, ut Neptuno… … Hofmann J. Lexicon universale
κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… … Dictionary of Greek
Ανδροφάγοι — Αρχαίος λαός στην περιοχή της Ουκρανίας. Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, κατοικούσαν πέρα από τη Σκυθική έρημο και έφτανε κανείς εκεί μετά από δεκαήμερο ταξίδι, διαπλέοντας τον Βορυσθένη ποταμό (Δνείπερο). Οι Α. ήταν νομάδες, με πολύ άγρια ήθη και… … Dictionary of Greek
Μαγγελάνος, Φερδινάνδος — (Σαμπρόσα, Πορτογαλία 1480 – νήσος Μάταμ, Φιλιππίνες 1521). Εξελληνισμένος τύπος του ονόματος του Πορτογάλου θαλασσοπόρου Φερνάντο ντε Μαγκαλάες (πορτογαλ. Fernao de Magalhγes, ισπαν. Fernando de Magallanes). Αφού ταξίδεψε για πολλά χρόνια στη… … Dictionary of Greek
Μπέικερ, Σάμουελ Γουάιτ — (Sir Samuel White Baker, 1821 – 1893). Άγγλος εξερευνητής. Σπούδασε στην Αγγλία και στη Γερμανία. Το 1846 ταξίδεψε στη Σρι Λάνκα, τότε Κεϋλάνη, όπου ίδρυσε αγροτική εγκατάσταση. Κατά τη διάρκεια της οκταετούς παραμονής του εκεί επιχείρησε… … Dictionary of Greek